ζυγαρίζω

ζυγαρίζω
1. γέρνω από δω κι από κει, ταλαντεύομαι
2. (για αρπακτικά πτηνά που αναζητούν τη λεία τους) ζυγίζομαι στον αέρα, μένω μετέωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγαρά, άλλος τ. του ζυγαριά + κατάλ. -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”